- Λετονία
- Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη χερσόνησο της Βαλτικής. Συνορεύει στα Β με την Εσθονία, στα Α με τη Ρωσία και στα Ν με τη Λευκορωσία και τη Λιθουανία, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Βαλτική θάλασσα και στα Β από τον κόλπο της Ρίγα, έναν κολπίσκο της Βαλτικής θάλασσας.Η Λ., ένα από τα τρία βαλτικά κράτη, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της Βαλτικής θάλασσας. Τα σύνορά της, μήκους 547 χλμ., τη χωρίζουν από τη Ρωσία, τη Λευκορωσία, τη Λιθουανία και την Εσθονία. Μετά από μία σύντομη περίοδο ανεξαρτησίας μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων (1918-40) η Λ. προσαρτήθηκε από την ΕΣΣΔ. Ανέκτησε και πάλι την ανεξαρτησία της το 1991, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Η Λ. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται σε 33 διοικητικές περιοχές (26 νομούς και 7 δήμους).Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η λετονική, αλλά πολλοί πολίτες μιλούν τη λιθουανική και τη ρωσική.
Οι κάτοικοι της χώρας είναι στην πλειοψηφία τους Λετονοί (58%), ενώ μια σημαντική μειονότητα αποτελούν οι Ρώσοι (περ. 30%). Στη χώρα ζουν επίσης Λευκορώσοι, Ουκρανοί, Πολωνοί, Λιθουανοί, κ.ά.Το σύνταγμα του ανεξάρτητου κράτους ψηφίστηκε το 1922. Η βουλή επανέφερε μερικά άρθρα του σε ισχύ το 1990, αλλά από το 1993 ισχύει ολόκληρο. Σύμφωνα με το σύνταγμα, η Λ. είναι ανεξάρτητο, δημοκρατικό κράτος και οι εξουσίες ανήκουν στον λαό. Η βουλή (Saeima) αποτελείται από 100 μέλη που εκλέγονται για 3 χρόνια, μετά από καθολική μυστική ψηφοφορία. Δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι πολίτες άνω των 18 ετών.
Ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται για 3 χρόνια από τη βουλή και πρέπει να λάβει τουλάχιστον το 51% των ψήφων· μπορεί να εκλεγεί μέχρι δύο φορές. Είναι επίσης αρχηγός του στρατού. Οι υποψήφιοι πρόεδροι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 40ό έτος της ηλικίας τους. Υπάρχουν περίπου 40 ενεργά κόμματα στη χώρα. Τα σημαντικότερα είναι η Νέα Εποχή, το PCTVL –ένας συνασπισμός του αριστερού κόμματος Αρμονία των Ανθρώπων ή TSP, του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Λετονίας (LSP) και του Κόμματος για το Κίνημα των Ίσων Δικαιωμάτων– και το κεντροδεξιό συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα. Στις εκλογές του Οκτωβρίου 2002, η Νέα Εποχή απέσπασε 26 έδρες με το 23,9% των ψήφων, ο συνασπισμός PCTVL 24 έδρες με το 18,9% των ψήφων και το Λαϊκό Κόμμα 21 έδρες με το 16,7% των ψήφων. Οι υπόλοιπες έδρες μοιράστηκαν σε μικρότερα κόμματα. Πρωθυπουργός της χώρας μετά το εκλογικό αποτέλεσμα του 2002 αναδείχθηκε ο Άιναρς Ρέψε, ενώ πρόεδρος της δημοκρατίας είναι από το 1999 (εκλεγμένη από τη βουλή) η Βάιρα Βίκα Φραϊμπέργκα.Το σύνταγμα αναφέρει ρητά ότι η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη. Ο διορισμός των δικαστών πρέπει να επικυρώνεται από τη βουλή. Την απόλυσή τους αποφασίζει το ανώτατο δικαστήριο, τα εφετεία και τα τοπικά δικαστήρια..Οι κάτοικοι της Λ. είναι κατά παράδοση στην πλειονότητα τους προτεστάντες (Λουθηρανοί). Ορθόδοξοι είναι κυρίως οι Ρώσοι. Υπάρχουν επίσης ρωμαιοκαθολικοί, Βαπτιστές, Μεθοδιστές και Εβραίοι. Η προτεσταντική Εκκλησία έχει μία αρχιεπισκοπή και δύο επισκοπές.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Λ. διατηρεί δεσμούς με το Πατριαρχείο της Μόσχας, ωστόσο παραμένει αυτοκέφαλη. Ο πνευματικός αρχηγός της εκλέγεται από τη βουλή.Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική από την ηλικία των 6 μέχρι και 15 ετών και διαχωρίζεται σε τρία επίπεδα: βασική, μέση και ανώτατη. Ένα από τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν μετά την ανεξαρτησία της χώρας ήταν η γλώσσα στην οποία θα διδάσκονταν τα μαθήματα. Πριν από την ανεξαρτησία, τα μαθήματα γίνονταν στα ρωσικά. Το 1994, σχεδόν για το 75% των μαθητών η διδασκαλία γινόταν στα λετονικά. Υπάρχουν σχολεία όπου η διδασκαλία αρκετών μαθημάτων γίνεται στα πολωνικά ή στα ουκρανικά. Στη μέση εκπαίδευση, στο 50% των σχολείων η διδασκαλία γίνεται στα λετονικά. Υπάρχουν δύο πανεπιστήμια. Το ποσοστό αναλφαβητισμού στη χώρα κυμαίνεται στο 0,2% (2001). Ο στρατός της χώρας δημιουργήθηκε μετά την ανεξαρτησία της, το 1991. Αριθμεί 19.000 στρατιώτες (2002), από τους οποίους οι περισσότεροι από τους μισούς αποτελούν τη συνοριακή εθνοφυλακή. Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 18 μήνες.Το 1999, το 10,9% του προϋπολογισμού απορροφήθηκε από τις υπηρεσίες υγείας. Αντιστοιχούν 355 κάτοικοι σε κάθε γιατρό. Η βρεφική θνησιμότητα το 2002 ήταν 15 θάνατοι στις 1.000 γεννήσεις. Η περιοχή της Βαλτικής καταλαμβάνεται από μορενικές εναποθέσεις, οι οποίες διακόπτονται από μεσομορενικές κόγχες, που αποτελούν λείψανα των τελευταίων παγετώνων. Οι ακτές της Βαλτικής έχουν χαμηλό υψόμετρο. Πριν από 7.000 χρόνια, όταν δημιουργήθηκε η Βαλτική, το μεγαλύτερο μέρος των σημερινών παραλίων βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ξεχώριζαν μόνο μικρά τμήματα της ξηράς και ένα τμήμα του εσθονικού νησιού Σάαρεμαα. Από τότε, λόγω της ανύψωσης του φλοιού της Γης, η περιοχή υψώνεται περίπου 3 χιλιοστά τον χρόνο. Αν ο ρυθμός αυτός παραμείνει σταθερός, υπολογίζεται ότι η περιοχή θα υψώνεται περίπου κατά ένα μέτρο κάθε 350 χρόνια. Έτσι, σε μερικές χιλιετίες, τα νησιά θα ενωθούν με την ξηρά και θα δημιουργηθούν νέα, σε μεγαλύτερη απόσταση από τις ακτές.Σε γενικές γραμμές, οι ακτές της Λ. δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Είναι ελαφρά διακεκομμένες, οι περισσότερες παραλίες είναι αμμώδεις και σε πολλά σημεία υπάρχουν σειρές με αμμόλοφους. Η χερσόνησος Kουρζέμε είναι από τις λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας και το βόρειο τμήμα της έχει πυκνά δάση. Οι εκβολές του Bέντα σχηματίζουν μία εκτεταμένη αμμώδη παραλία, αλλά Ν από τις εκβολές η ακτή αρχίζει να γίνεται απόκρημνη. Ο κόλπος της Ρίγα είναι ένας ωραιότατος μυχός που εισδύει βαθιά στο εσωτερικό της Λ. Προστατεύεται από το νησί Σάαρεμαα της Εσθονίας. Οι μισές από τις ακτές και τα παλαιότερα τουριστικά κέντρα βρίσκονται μέσα στον κόλπο της Ρίγα. Η περιοχή Γιούρμαλα (= παράλια στα λετονικά), Ν της πρωτεύουσας, αποτελείται από μικρές πόλεις και παραθεριστικούς οικισμούς, που καταλαμβάνουν 20 χλμ. αμμώδους παραλίας. Ήταν παραθεριστικό κέντρο της Βαλτικής ήδη από τον 19ο αι., αλλά τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ανέκοψε το τουριστικό ρεύμα προς τη Γιούρμαλα.
Το πιο ενδιαφέρον τμήμα της ακτής βρίσκεται στη βόρεια περιοχή Bίντζεμε. Ο γραφικός δρόμος που ενώνει τη Ρίγα με το Πάρνου και το Ταλίν της Εσθονίας περνάει κοντά από την παραλία και μέσα από δασώδεις περιοχές με λίμνες και μικρά χωριά.
Η Λ. έχει άφθονα νερά, που ευνοούν την ανάπτυξη πυκνής βλάστησης και εκτεταμένων δασών. Οι λίμνες και οι βάλτοι είναι πλούσιοι σε ψάρια, καρκινοειδή και υδρόβια πουλιά.
Όπως και οι άλλες χώρες της Βαλτικής, η Λ. βρίσκεται στις παρυφές της ανατολικής ευρωπαϊκής ή ρωσικής πεδιάδας και είναι ως επί το πλείστον επίπεδη. Το υψόμετρο σε ελάχιστα σημεία φτάνει τα 300 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Παράλληλα με τη γραμμή των ακτών της Βαλτικής και του κόλπου της Ρίγα, εκτείνεται μία χαμηλή πεδιάδα με σειρές μορενικών αμμόλοφων. Στο κέντρο της χώρας βρίσκεται η Mεσολετονική πεδιάδα με την κοιλότητα Zεμγκάλε, όπου το υψόμετρο δεν ξεπερνάει τα 50 μ. Προς τον νότο, στην περιφέρεια Eλγκάβα, η κοιλότητα βαθαίνει, φτάνοντας τα 5 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Προς τα Δ, βρίσκονται τα υψώματα του δυτικού και του ανατολικού Kουρζέμε, που δεν ξεπερνούν τα 184 μ. A της Mεσολετονικής πεδιάδας υπάρχουν αρκετά υψώματα, με πιο σημαντικό το κεντρικό Bίντζεμε, όπου βρίσκεται και το υψηλότερο σημείο της Λ., στην κορυφή του λόφου Γκάιζινκαλνς, με υψόμετρο 311 μ. Η σειρά λόφων στο νοτιοανατολικό τμήμα Λατγκάλε έχει ψηλότερη κορυφή τη Λιελάις Λιεπούκαλνς, στα 289 μ.
Τα εδάφη είναι κυρίως ποώδη ποτζολικά και Ν της πόλης Eλγκάβα γίνονται ποανθρακικά. Το 22% του εδάφους είναι βάλτοι και βαλτώδεις εκτάσεις και το 16% λιβάδια και βοσκοτόπια. Τα δάση είναι διασκορπισμένα σε όλη τη χώρα και καταλαμβάνουν το 35% της συνολικής της επιφάνειας. Τα πυκνότερα από αυτά βρίσκονται στο βόρειο Kούρζεμε και Bίντζεμε. Προσφέρουν καταφύγιο σε αλεπούδες, κουνάβια, ασβούς, λύκους, αγριόγατες, αγριογούρουνα και ελάφια. Υπάρχουν επίσης πολλές βερβερίσες, λαγοί και διάφορα πουλιά. Η Λ. βρίσκεται στην υποζώνη των μεικτών δασών, στην οποία κυριαρχούν τα πεύκα και τα έλατα. Έχει έναν εθνικό δρυμό έκτασης 920 τ. χλμ., στην πεδιάδα Γκαούζα, Α της Ρίγα, όπου υπάρχουν κάστρα, άγρια ζώα και μονοπάτια. Έχει, επίσης, πέντε προστατευόμενες φυσικές περιοχές: στην περιφέρεια Kουρζέμε την Γκρίνι, τη Σλίτερε και τη Mορικσάλα και στην ανατολική Λ. την Kρουστκάλνι και την Tέιτσι.
Καλλιεργούνται κυρίως σιτηρά, αμπέλια, λινάρι, ζαχαρότευτλα και ζωοτροφές για τη γαλακτοπαραγωγική κτηνοτροφία και τη χοιροτροφία. Στον ορυκτό της πλούτο περιλαμβάνονται τύρφη και διάφορα δομικά υλικά. Στο Kέμερι και στο Mπάλντον υπάρχουν υδροθειούχες πηγές με ιαματικές λάσπες. Οι υγροί άνεμοι του Ατλαντικού κάνουν το κλίμα σχετικά ήπιο, προκαλούν συχνές βροχοπτώσεις την άνοιξη και φέρνουν δροσιά το καλοκαίρι. Ο χειμώνας είναι ψυχρός και υγρός, αλλά τα χιόνια λειώνουν αμέσως μόλις βελτιωθεί λίγο ο καιρός. Το κλίμα γίνεται ηπιότερο γύρω από τη Ρίγα, αλλά ο ομώνυμος κόλπος παγώνει συχνά. Η Βαλτική θάλασσα δεν παγώνει σχεδόν ποτέ, επειδή είναι ανοιχτή. Στο εσωτερικό, το κλίμα γίνεται ηπειρωτικό και η μέση θερμοκρασία τον χειμώνα είναι κατά κανόνα δύο μέχρι τέσσερις βαθμούς χαμηλότερη απ’ ό,τι στα παράλια και έναν μέχρι δύο βαθμούς υψηλότερη το καλοκαίρι. Από τον Νοέμβριο έως τον Μάρτιο, οι θερμοκρασία σπάνια ξεπερνά τους 4°C και τα πρώτα χιόνια πέφτουν συνήθως τον Νοέμβριο. Σε ορισμένες παραλιακές περιοχές δεν στρώνει σχεδόν ποτέ χιόνι. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου είναι –2°C στη Λίεπαγια και –6°C στο Nταουγκάβπιλς. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος είναι οι θερμότεροι μήνες, αλλά συχνά μπορεί να βρέχει όλη την ημέρα. Το καλοκαίρι, οι ημέρες μεγαλώνουν πολύ, ενώ τον χειμώνα το φως της ημέρας είναι μουντό και διαρκεί ελάχιστες ώρες. Η μέση θερμοκρασία του Ιουλίου είναι 16°C στα Δ και 18°C στα Α. Οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις φτάνουν τα 650 χιλιοστά στα πεδινά και τα 800 χιλιοστά στους λόφους. Η βλαστητική περίοδος διαρκεί περίπου 180 ημέρες.Οι σημαντικότεροι ποταμοί είναι ο Bέντα, που βρίσκεται ανάμεσα στο ανατολικό και στο δυτικό Kουρζέμε και συγκεντρώνει επίσης τα νερά του Άμπαβα, ο Nταουγκάβα που διασχίζει τη Ρίγα, ο Λιέλουπε, ο Γκάουγια και ο Σάλατσα. Όλοι, εκτός του Bέντα, εκβάλλουν στον κόλπο της Ρίγα. Είναι πλωτοί στο μεγαλύτερο μέρος τους και το ρεύμα τους χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ξυλείας καθώς και ως πηγή ενέργειας. Υπάρχουν επίσης πολλές λίμνες, αρκετές από τις οποίες έχουν παγετωνική προέλευση.
Στη Λατγκάλε, που θεωρείται περιοχή των λιμνών, είναι διάσπαρτες εκατοντάδες μικρές και μεγάλες λίμνες. Οι περισσότερες είναι μάλλον ρηχές, αλλά η Ντρίντζις φτάνει τα 65 μ. σε βάθος. Η Pάζνα, που έχει έκταση 55 τ. χλμ., είναι σήμερα η μεγαλύτερη λίμνη της Λ., επειδή η Λούμπανς, που παλαιότερα ήταν η μεγαλύτερη, αποστραγγίστηκε εν μέρει κατά τη σοβιετική περίοδο. Την περιοχή Λατγκάλε διατρέχει ο ποταμός Nταουγκάβα, που ενώνει την Nταουγκάβπιλς, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Λ., με την πρωτεύουσα. Υδροηλεκτρικά έργα και φράγματα έχουν κατασκευαστεί σε διάφορα σημεία του ποταμού, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί πολλές τεχνητές λίμνες.
Η Zεμγκάλε είναι η περιοχή των ποταμών, που οι περισσότεροι είναι παραπόταμοι του Λιέλουπε. Ο Λιέλουπε έχει άφθονα νερά που επιτρέπουν την κίνηση θαλάσσιων σκαφών, ακόμα και σε απόσταση 60 χλμ. από τις εκβολές του. Στις εκβολές του, ανάμεσα στη Ρίγα και στη Γιούρμαλα, βρίσκονται τα πιο εύφορα εδάφη της χώρας.
Ο Nταουγκάβα (ή Δυτικός Nτβίνα) έρχεται από τη Λευκορωσία και διασχίζει τη χώρα από τα ΝΑ προς τα Δ, μέχρι τον μυχό του κόλπου της Ρίγα. Η θάλασσα έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε αλάτι, επειδή δέχεται τα νερά πολλών ποταμών. Είναι πλούσια σε αλιεύματα (ρέγκα, βακαλάος, αντσούγια, γαλέος, ρόμβος, σολομός κ.ά.), που έχουν μεγάλη σημασία για τη χώρα. Κοντά στις ακτές ζουν φώκιες.Οι Λετονοί ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή φυλή. Η ιστορία της Λ. αρχίζει το 1158 (προηγουμένως οι κάτοικοί της ήταν μετανάστες, κυρίως Φιλανδοί), όταν Γερμανοί ιεραπόστολοι και έμποροι έφτασαν στην περιοχή μέσω του ποταμού Nταουγκάβα (Δυτικός Nτβίνα) και ίδρυσαν τις πρώτες μεγάλες πόλεις, όπου έχτισαν ναούς, οχυρά και ανέπτυξαν οικονομικές δραστηριότητες. Η Ρίγα, σημερινή πρωτεύουσα, ιδρύθηκε το 1201 και εξελίχθηκε με τη βοήθεια της Χανσεατικής Ένωσης, για να γίνει αργότερα μία από τις πιο οικονομικά ανεπτυγμένες πόλεις της Βαλτικής. Η ανάπτυξη αυτή οδήγησε πολλούς Ρώσους, Πολωνούς, Ουκρανούς κ.ά. να μεταναστεύσουν στη Λ.Ο πληθυσμός της Λ. αποτελείται από διάφορες εθνότητες. Το 57,7% είναι Λετονοί. Υπάρχουν επίσης πολλοί Ρώσοι (29,6%), Λευκορώσοι (4,1%), Πολωνοί (2%), Ουκρανοί (2,7%) κ.ά.
Έως το 1991 σημειωνόταν μια σχετική αύξηση του πληθυσμού (4% το 1986, μόλις 0,1% το 1991). Τα δημογραφικά στοιχεία μετά το 1991 δείχνουν μείωση του πληθυσμού (4,9% το 1993, 0,77% το 2002). Το 69% των κατοίκων μένει στις πόλεις και το 30% στην πρωτεύουσα Ρίγα. Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού είναι 37 κάτ. ανά τ. χλμ. Το προσδόκιμο ζωής είναι 63 χρόνια για τους άντρες και 75 χρόνια για τις γυναίκες (2002). Εκτός από την πρωτεύουσα Pίγα (764.328 κάτ., βλ. λ.), άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας είναι οι: Nταουγκάβπιλς (122.000 κάτ.), Λίεπαγια (105.000 κάτ.), Γιελγκάβα (71.000 κάτ.), Γιούρμαλα (60.000 κάτ.), Pεζέκνι (42.000 κάτ.) κ.ά.Η γεωργική και βιομηχανική υποδομή της χώρας είναι αρκετά καλές. Από τις βασικές της αδυναμίες είναι η έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας, που εισάγεται κυρίως από την Εσθονία και τη Λιθουανία, ενώ το πετρέλαιο εισάγεται από τη Ρωσία. Ο πληθωρισμός, μετά από τα σκληρά μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις, έπεσε από το 1.000% το 1992 στο 36% το 1995 και στο 2% το 2002, ενώ η ανεργία είναι γύρω στο 7,5% (2001).
Το 1999 η χώρα έγινε δεκτή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, σε μια εποχή που προσπαθούσε να ανακάμψει μετά την οικονομική κρίση που έπληξε όλες τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες το 1998. Η συμφωνία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2003) δίνει σημαντικές αναπτυξιακές ευκαιρίες στη χώρα, όπου το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων έχει επισπευστεί.
Το 2002, το ΑΕΠ ανήλθε σε 20.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 8.300 δολάριαΗ αγροτική οικονομία απασχολεί περίπου το 15% του ενεργού πληθυσμού. Η διάλυση των συνεταιρισμών και η μετάβαση στην ιδιωτική αγροτική οικονομία συνοδεύτηκαν από μια σημαντική μείωση της παραγωγής (30% το 1994). Τα βασικά γεωργικά προϊόντα που παράγει η Λ. είναι δημητριακά, ζαχαρότευτλα, πατάτες κ.ά. Η κτηνοτροφία της είναι περιορισμένη και τα προϊόντα που παράγονται είναι γαλακτοκομικά (γάλα, τυρί). Οι αγελάδες είναι περίπου 550.000, οι χοίροι 500.000, ενώ υπάρχουν και 2 εκατ. κοτόπουλα.Οι διαδοχικές κατακτήσεις και η πρώτη βραχύβια ανεξαρτησία. Τευτονικά, φινικά και άλλα φύλα πέρασαν από τη χώρα αυτή στην αρχαιότητα, αλλά η ιστορία της Λ. αρχίζει το 1158, όταν Γερμανοί έμποροι εγκαταστάθηκαν εκεί και στη συνέχεια Γερμανοί ιεραπόστολοι προσηλύτισαν τους Λετονούς, ίδρυσαν πόλεις και ανέπτυξαν το εμπόριο. Η χώρα οργανώθηκε υπό την ηγεσία των Τευτόνων ιπποτών, που η κυριαρχία τους έληξε μετά από τις επιθέσεις των Ρώσων εναντίον τους, το 1558. Η χώρα έζησε υπό πολωνική κυριαρχία έως τις αρχές του 17ου αι., οπότε οι Σουηδοί κατέλαβαν το ανατολικό τμήμα της χώρας. Οι Σουηδοί κατακτητές παρέμειναν έως το 1721, όταν ο Μέγας Πέτρος πραγματοποίησε το προαιώνιο όνειρο των Ρώσων για έξοδο στη Βαλτική. Οι σουηδικές κτήσεις ενσωματώθηκαν στη Ρωσία, αλλά οι Γερμανοί ευγενείς, που αποτελούσαν την κυρίαρχη τάξη, διατήρησαν τα προνόμιά τους και μετά το 1817, όταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ κατάργησε τη δουλοπαροικία.
Στα τέλη του 19ου αι. άρχισε να αναπτύσσεται η εθνική συνείδηση των Λετονών ως αντίδραση στην πολιτική εκρωσισμού, που εφάρμοζαν οι τσάροι. Το εθνικό κίνημα εκδηλώθηκε στις εξεγέρσεις του 1905, αλλά μόνο μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και τη Ρωσική επανάσταση ιδρύθηκε το πρώτο ανεξάρτητο κράτος της Λ. Τον Νοέμβριο του 1917, εκπρόσωποι εθνικιστικών ομάδων εξέλεξαν εθνικό συμβούλιο, το οποίο γνωστοποίησε στη ρωσική κυβέρνηση την πρόθεσή του να εγκαθιδρύσει ανεξάρτητο κράτος. Η υπόσχεση εκπληρώθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1918 και στη συνέχεια η κυβέρνηση του Kάρλις Oυλμάνις έδιωξε τους μπολσεβίκους από την πρωτεύουσα Ρίγα με τη βοήθεια των γερμανικών στρατευμάτων, αλλά και των Πολωνών και των Εσθονών. Συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στη Λ. και στη νεαρή Σοβιετική Ένωση υπογράφηκε τον Αύγουστο του 1920 και το πρώτο σύνταγμα της Λ. υιοθετήθηκε το 1922, εισάγοντας ένα δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης με αναλογική εκπροσώπηση και προστασία των μειονοτήτων.
Στην περίοδο 1922-34 έγιναν όμως πολλές κυβερνητικές μεταβολές και, επηρεασμένος από την παγκόσμια οικονομική κρίση, ο Oυλμάνις έκανε ένα αναίμακτο πραξικόπημα και συνέχισε να κυβερνά με δικτατορικές εξουσίες. Με το σύμφωνο Μολότοφ-Pίμπεντροπ του 1939, η Λ. ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση. Κατά την ίδια περίοδο, και οι τρεις βαλτικές χώρες αναγκάστηκαν να αποδεχθούν το καθεστώς της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας στα πλαίσια της EΣΣΔ. Η σοβιετική κατοχή συνοδεύτηκε από συλλήψεις και εκτελέσεις, ενώ χιλιάδες Λετονοί εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία. Ακολούθησε η γερμανική κατοχή από το 1941 έως το 1944 και αμέσως μετά η Λ. ενσωματώθηκε και πάλι στη Σοβιετική Ένωση. Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο επιταχύνθηκε η εκβιομηχάνιση, η οποία με τη σειρά της ευνόησε τη μετανάστευση Ρώσων στη Λ., με αποτέλεσμα η Λ. να γίνει η πιο ρωσική από τις τρεις βαλτικές χώρες. Το 1940 οι Λετονοί αποτελούσαν το 75% του πληθυσμού της χώρας, ενώ 50 χρόνια αργότερα αποτελούσαν μόλις το 52%.
Η απόσχιση από το σοβιετικό καθεστώς. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 εφαρμόστηκε η κολεκτιβοποίηση της γης, αλλά πολύ γρήγορα, στο πλαίσιο της οικονομικής αποκέντρωσης, εκδηλώθηκαν και μέσα στο Κομουνιστικό Κόμμα (ΚΚ) τάσεις για μεγαλύτερη αυτονομία. Πολύ αργότερα, στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, παρατηρήθηκε στη Λ. μια αναζωπύρωση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων και εμφανίστηκαν πολιτικές ομάδες με αντικείμενο τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα περιβαλλοντικά ζητήματα. Στα μέσα του 1986, η οργάνωση Ελσίνκι ‘86 διοργάνωσε τις πρώτες διαδηλώσεις, τις οποίες κατέστειλε βίαια η αστυνομία. Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκαν και άλλα αντιπολιτευτικά κινήματα, που αξιοποιούσαν κατάλληλα τη νέα σοβιετική πολιτική του Γκορμπατσόφ, αλλά αντιμετώπισαν τη σκληρή αντίδραση του τοπικού KK.
Το 1988, τα κινήματα της αντιπολίτευσης προσπάθησαν να συντονίσουν τη δράση τους, διεκδικώντας την αναγνώριση της λετονικής γλώσσας και επιμένοντας στην αποκάλυψη των μυστικών πρωτοκόλλων της συνθήκης του 1939 (μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, σχετικά με το μέλλον των βαλτικών κρατών). Τον Οκτώβριο, εκπρόσωποι των κινημάτων αυτών, μαζί με ορισμένα ανανεωτικά στελέχη του KK, ίδρυσαν το Λαϊκό Μέτωπο της Λετονίας με στόχο την ανεξαρτησία της Λ. Τα μέλη του Λαϊκού Μετώπου, τα οποία πλήθυναν πολύ γρήγορα, επηρέασαν έντονα και τη νέα ηγεσία του KK της Λ., με αποτέλεσμα στα τέλη του χρόνου να αναγνωριστεί ως επίσημη γλώσσα η λετονική. Στη διάρκεια του 1989, το κίνημα υιοθέτησε πιο ριζοσπαστικές θέσεις, διεκδικώντας πλήρη πολιτική ανεξαρτησία. Υποψήφιοι που υποστηρίχθηκαν από το Λαϊκό Μέτωπο απέσπασαν τις περισσότερες έδρες στις εκλογές για το Συνέδριο των Αντιπροσώπων του Λαού της EΣΣΔ. Το Λαϊκό Μέτωπο έθεσε το ζήτημα της ανεξαρτησίας και του πολυκομματισμού και υποχρέωσε, τον Ιανουάριο του 1990, το ανώτατο σοβιέτ της Λ. να καταργήσει τις διατάξεις που αναγνώριζαν το KK ως μοναδική πολιτική δύναμη της χώρας.
Το ανώτατο σοβιέτ υιοθέτησε το 1990 μία απόφαση που καταδίκαζε την προσχώρηση στη Σοβιετική Ένωση το 1940 και επανέφερε την παλιά σημαία και τα εμβλήματα της χώρας. Οι υποψήφιοι του Λαϊκού Μετώπου υπερίσχυσαν στις εκλογές και λίγο αργότερα το ίδιο το KK διασπάστηκε σε δύο κόμματα: η πλειοψηφία υποστήριζε τη γραμμή του Κομουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και οι υπόλοιποι ίδρυσαν το Ανεξάρτητο Κομουνιστικό Κόμμα της Λετονίας.
Το νέο ανώτατο συμβούλιο επανέφερε σε ισχύ τα άρθρα του συντάγματος του 1922 και συνέχισε, υπό την πίεση των κινημάτων υπέρ της ανεξαρτησίας, την πολιτική αποδέσμευσης από τη Σοβιετική Ένωση, προκαλώντας ένταση με τις σοβιετικές αρχές. Τον Μάιο του 1990, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ακύρωσε με διάταγμά του τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της Λ., αλλά μεγάλες λαϊκές διαδηλώσεις στη χώρα έδειξαν ότι η πορεία προς την ανεξαρτησία ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ωστόσο, ορισμένες μονάδες του σοβιετικού Υπουργείου Εσωτερικών προκάλεσαν επεισόδια στη Ρίγα, στα οποία βρήκαν τον θάνατο αρκετά άτομα. Τον Ιανουάριο του 1991, δημιουργήθηκε μία Επιτροπή Λαϊκής Σωτηρίας, η οποία επιχείρησε να ανακόψει την πορεία προς την ανεξαρτησία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους, όταν διεξήχθη δημοψήφισμα για το μέλλον της Σοβιετικής Ένωσης, έγινε δημοψήφισμα και στη Λ., στο οποίο το 73,7% του λαού ψήφισε υπέρ της πρότασης για μία «δημοκρατική και ανεξάρτητη δημοκρατία της Λ.».
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα κατά του Γκορμπατσόφ, τον Αύγουστο του 1991, το ανώτατο συμβούλιο της Λ. ανακήρυξε αμέσως την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας και αμέσως μετά το τοπικό KK τέθηκε εκτός νόμου και ο ηγέτης του συνελήφθη. Η ανεξαρτησία της Λ. αναγνωρίστηκε αμέσως από πολλές χώρες και τον Σεπτέμβριο το κρατικό συμβούλιο της EΣΣΔ αναγνώρισε επισήμως την ανεξαρτησία της Λ. Η χώρα έγινε δεκτή στον OHE στις 17 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Ωστόσο, τα εσωτερικά προβλήματα παρέμειναν άλυτα. Ανάμεσα σε αυτά, ακανθώδες υπήρξε το ζήτημα της ιθαγένειας, το οποίο προκάλεσε και τις μεγαλύτερες αντιδράσεις. Στα τέλη του 1991, το ανώτατο συμβούλιο υιοθέτησε νομοθεσία με την οποία παραχωρείτο η ιθαγένεια σε όσους ήταν πολίτες της δημοκρατίας πριν από το 1940 και στους απογόνους τους. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Λ., κυρίως δηλαδή οι Ρώσοι, θα έπρεπε να υποβάλουν αίτηση για να αποκτήσουν την ιθαγένεια. Οι διακρίσεις αυτές προκάλεσαν τη διεθνή κατακραυγή, ακόμα και παραιτήσεις υπουργών της κυβέρνησης. Το Λαϊκό Μέτωπο, μολονότι παρέμενε το κόμμα που κυβερνούσε τη χώρα, άρχισε να κλυδωνίζεται εξαιτίας εσωτερικών αντιθέσεων, οι οποίες οδήγησαν ακόμα και σε απόσχιση ομάδων. Ένα νέο πολιτικό κόμμα, ο Λετονικός Δρόμος, ιδρύθηκε το 1993, εκφράζοντας ευρύ φάσμα πολιτικών απόψεων.
Οι πρώτες ελεύθερες βουλευτικές εκλογές έγιναν τον Ιούνιο του 1993 και σε αυτές μπορούσαν να ψηφίσουν μόνο όσοι ήταν πολίτες πριν από το 1940. Κατά συνέπεια, το 27% του πληθυσμού, κυρίως Ρώσοι, αποκλείστηκαν από τις εκλογές. Το αποτέλεσμα έδειξε ότι ενισχύθηκαν τα μετριοπαθή εθνικιστικά κόμματα με επικεφαλής τον Λετονικό Δρόμο, ενώ τα σοσιαλιστικά κόμματα καταποντίστηκαν. Ο Λετονικός Δρόμος απέσπασε το 32% των ψήφων και τις 36 από τις 100 έδρες της βουλής. Πρόεδρος της βουλής εξελέγη ο Aνατόλις Γκορμπούνοφς και η βουλή επανέφερε σε πλήρη ισχύ το σύνταγμα του 1922. Η βουλή εξέλεξε και τον πρώτο πρόεδρο της χώρας, τον Γκούντις Oυλμάνις του Αγροτικού Κόμματος, ανάμεσα σε τρεις υποψηφίους, μετά από μία περίπλοκη διαδικασία, κατά την οποία αποσύρθηκαν οι δύο από τους τρεις υποψηφίους. Η κυβέρνηση συνασπισμού που σχηματίστηκε συγκροτήθηκε κυρίως από μέλη του Λετονικού Δρόμου και του Αγροτικού Κόμματος. Το ζήτημα της ιθαγένειας συνέχισε να απασχολεί τη Λ., ενώ οι διεθνείς αντιδράσεις κορυφώθηκαν το 1993. Η βουλή υιοθέτησε ένα νέο σχέδιο νόμου, με το οποίο θεσπίζονταν ένα όριο μόνιμης διαμονής στη χώρα για διάστημα τουλάχιστον 10 ετών, η γνώση της λετονικής γλώσσας και ο όρκος πίστης στη δημοκρατία. Όμως, η τελική ρύθμιση του ζητήματος έγινε το 1994. Μετά από επικρίσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της ΔAΣE, ιδιαίτερα για την ποσόστωση των ατόμων που θα αποκτούσαν την ιθαγένεια κάθε χρόνο, η τελική ρύθμιση δεν περιείχε τον τελευταίο αυτό όρο και οι υποψήφιοι θα έπρεπε απλώς να γνωρίζουν τη λετονική και να μην έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα κατά του κράτους. Τον Φεβρουάριο του 1995, η Λ. έγινε δεκτή στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Ένα ακόμη ζήτημα, το οποίο προκάλεσε ένταση στις σχέσεις της ανεξάρτητης Λ. με τη Ρωσία, ήταν αυτό των ρωσικών στρατευμάτων. Μετά από αρκετές καθυστερήσεις και απειλές εκ μέρους της Ρωσίας, που συνδέθηκαν και με το ζήτημα των δικαιωμάτων της ρωσικής μειονότητας, αποφασίστηκε τελικά, τον Αύγουστο του 1994, να αποχωρήσουν όλα τα ρωσικά στρατεύματα από τη Λ., όπως και έγινε. Η μόνη παραχώρηση, η οποία προκάλεσε και εσωτερικά ζητήματα στη Λ., ήταν η παραμονή της βάσης ραντάρ στη Σκρούντα, υπό ρωσικό έλεγχο, για τέσσερα ακόμα χρόνια, δηλαδή έως το 1998.
Η Λ. είναι ιδρυτικό μέλος, μαζί με την Εσθονία, τη Λιθουανία και άλλες επτά χώρες της περιοχής, του Συμβουλίου των Κρατών της Βαλτικής θάλασσας.
Τον Ιούνιο του 1996, ο πρόεδρος Γκούντις Oυλμάνις επανεξελέγη για δεύτερη θητεία από το κοινοβούλιο με 53 ψήφους σε σύνολο 100. Ο Oυλμάνις δεσμεύτηκε να επικεντρώσει τις προσπάθειές του στη βελτίωση των σχέσεων, τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, όσο και με τη Ρωσία.
Το 1997 δημιουργήθηκε κυβερνητική κρίση, μετά από αποκαλύψεις για οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά ανώτερων αξιωματούχων, και ακολούθησαν παραιτήσεις (πρωθυπουργού και υπουργού Οικονομικών). Το 1999 καταργήθηκε η θανατική ποινή στη χώρα, ενώ τον Ιούλιο του ίδιου έτους εξελέγη πρόεδρος από τη λετονική βουλή η Βάιρα Βίκα Φραϊμπέργκα, η πρώτη γυναίκα αρχηγός κράτους σε δημοκρατία πρώην σοσιαλιστικού καθεστώτος της ανατολικής Ευρώπης. Η ένταση, αναφορικά με το γλωσσικό ζήτημα, εξακολούθησε να αποτελεί αγκάθι στις σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά η είσοδος της χώρας πρώτα στον Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου (1999) και κατόπιν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμφωνία ένταξης 10 νέων κρατών, 2003) ενίσχυσαν τη θέση της Λ. στο διεθνές σκηνικό. Μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2002, πρωθυπουργός της χώρας αναδείχθηκε ο Άιναρς Ρέψε.Η Λ. έχει να επιδείξει μια πλούσια λαϊκή λογοτεχνία, η οποία, επί αιώνες, μεταδιδόταν προφορικά και αποτελείται από τραγούδια, κυρίως λυρικά, παραμύθια, μύθους και σάγες. Το αρχαιότερο λετονικό κείμενο που σώζεται είναι μία προσευχή, η οποία χρονολογείται από το 1529. Τα δύο πρώτα βιβλία στα λετονικά ήταν ένα βιβλίο καθολικής κατήχησης, που εκδόθηκε στη Bίλνα το 1585, και ένα λουθηρανικής, που εκδόθηκε στο Kένιξμπεργκ (σημερινό Καλίνινγκραντ). Περίπου έως τα μέσα του 18ου αι., η λογοτεχνική δραστηριότητα περιοριζόταν σε θεολογικά κείμενα κληρικών, οι οποίοι ήταν επίσης συγγραφείς γραμματικών και φιλολογικών έργων. Στην άνθηση της λετονικής λογοτεχνίας συνέβαλε κυρίως ο ουμανιστής Γ. Mαντσέλις (1593-1654), συγγραφέας μιας συλλογής εκκλησιαστικών κηρυγμάτων, ενός λεξικού και μιας συλλογής αποφθεγμάτων. Μεγάλη ήταν επίσης η συνεισφορά των K. Φίρεκερ (1615-1685), ο οποίος συνέθεσε τους λετονικούς ύμνους που ψάλλονται ακόμη και σήμερα, Γ. Pέουτερ (1632-1695), E. Γκλικ (1652-1705), ο οποίος μετέφρασε τη Βίβλο, Γ. Στέντερ του πρεσβύτερου (1714-1796), που προσπάθησε να διαδώσει στη Λ. ιδέες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού –ήταν εξάλλου ο πρώτος που συνέθεσε στίχους μη εκκλησιαστικού περιεχομένου– και του οποίου το έργο βρήκε συνεχιστές.
Για λόγους που οφείλονται σε πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες, η λετονική λογοτεχνία γνώρισε μια νέα ώθηση στις αρχές του 19ου αι. Τότε μεταφράστηκαν μεγάλοι ξένοι συγγραφείς (Γκέτε, Σίλερ κ.ά.), ιδρύθηκαν πολιτιστικοί σύλλογοι (Λετονικός Λογοτεχνικός Κύκλος, Γιελγκάβα, 1827) και αναπτύχθηκε η δημοσιογραφία. Οι πρώτοι εκπρόσωποι αυτής της αναγέννησης των λετονικών γραμμάτων ήταν οι Νέοι Λετονοί, εθνικο-ρομαντικών τάσεων, στους οποίους ανήκε και ο Κ. Bάλντεμαρς (1825-1891), ψυχή του κύκλου των Λετονών διανοουμένων του Πέτερμπουργκ και ιδρυτής της εφημερίδας Peterburgas Avizes το 1862, ο ποιητής Γ. Aλούνανς (1832-1864), ο Κ. Mπάρονς (1835-1923), στον οποίο οφείλεται η πρώτη συστηματική συλλογή των λαϊκών παραδοσιακών τραγουδιών της Λ., ο Mατίς Kαουτζίτε (1848-1926) και πολλοί άλλοι. Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, που οδήγησαν στην επανάσταση του 1906, εκφράστηκαν στους στίχους του Ε. Bέιντενμπαουμς (1867-1892), του Ε. Tρεϊμάνις (1866-1950), καθώς και στα έργα της λογοτεχνικής ομάδας Jauna Strava (= Νέο Ρεύμα), επίκεντρο της οποίας ήταν η εφημερίδα Dienas Lapa (1886), με αρχισυντάκτη τον Pάινις (1865-1929), τον μεγαλύτερο Λετονό ποιητή, σύζυγο της ελεγειακής ποιήτριας Aσπατσίζα (1868-1943). Μεταξύ των πρωτοπόρων της εποχής συγκαταλέγονται ο πεζογράφος και δραματουργός Ρ. Mπλαουμάνις (1863-1908), ο εθνικιστής συγγραφέας Nιέντρα (1821-1924), ο ιντιβιντουαλιστής Γ. Πόρουκς (1871-1911), ο ρομαντικός Φ. Mπάρντα (1880-1919) κ.ά. Άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς υπήρξαν ο φορμαλιστής και νεορομαντικός ποιητής Β. Πλουντουόνις (1874-1940), ο ρεαλιστής Α. Mπριγκαντέρε (1861-1933), που ασχολήθηκε κυρίως με το διήγημα και το θέατρο, ο ρωμαλέος μυθιστοριογράφος Α. Oύπιτις (1877-1970), ο οποίος ήταν επί μισό αιώνα ο πιο αντιπροσωπευτικός συγγραφέας του σοσιαλισμού.
Οι νέες λογοτεχνικές τάσεις που διαμορφώθηκαν στις αρχές του 20ού αι. στη Λ. δέχτηκαν την επίδραση τόσο της ποιητικής αντίληψης του Πόρουκς όσο και αυτή των ποικίλων ευρωπαϊκών λογοτεχνικών ρευμάτων της εποχής· ο συμβολισμός, οι παρακμιακοί, ο φουτουρισμός, ο εξπρεσιονισμός, η κίνηση «ars gratia artis» (= «η τέχνη για την τέχνη») βρήκαν εκφραστές και εκπροσώπους στα λετονικά γράμματα: ο Bίκτορς Έγκλιτις (1877-1945) υπήρξε ο θεωρητικός και ο καλύτερος εκπρόσωπος των παρακμιακών ποιητών, που ανήκαν σχεδόν όλοι στην Πλειάδα του 1906· ξεχώρισαν επίσης ο Β. Nτάμπεργκς (1886-1960), ο Γ. Aκουράτερς (1876-1937), το έργο του οποίου είναι επηρεασμένο από τον Nίτσε, τον Βύρωνα και τον Στερν, ο K. Σκάλμπε (1879-1945), ο Γ. Γιαουνσουντράμπινς (1877-1962) κ.ά. Ο εθνικισμός και ο κλασικισμός σημάδεψαν το έργο του E. Bίρζα (1883-1940) και του Aντρέις Έγκλιτις. Ο Α. Γκρινς (1895-1941) και ο Γ. Bέζελις διακρίθηκαν στον τομέα του ιστορικού μυθιστορήματος, οι Γ. Σούντραμπκαλνς (1902-1950), Ε. Άνταμσονς (1886-1919) και M. Zίβερτς στο δράμα, και ο Γ. Πέτερσον (1880-1945) στην κωμωδία. Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι πεζογράφοι M. Mπίρζε, Z. Σκούγινς και N. Zιγκμόντε, οι ποιητές X. Xέισλερς, B. Mπελσεβίτχσε, I. Zιεντόνις, O. Bασιέτις, καθώς και οι θεατρικοί συγγραφείς Γ. Πρίεντε και Π. Πέτερσον.Τα πρώτα στοιχεία μιας εθνικής τέχνης, που όμως παρεμποδίστηκε από τη διείσδυση των Γερμανών, εμφανίστηκαν από τον 10ο έως τον 12ο αι. Στην αρχή, η Λ. γνώρισε μια τοπική αρχιτεκτονική ξύλου, ενώ τα αρχαιότερα πέτρινα κτίρια ανάγονται στον 12ο αι. (εκκλησία του Iκσκίλε). Στο μεταξύ, άρχιζε να διαμορφώνεται μια τοπική παραλλαγή της ρομανικο-γοτθικής αρχιτεκτονικής με τούβλα. Ο ρυθμός της Αναγέννησης εισχώρησε στις βαλτικές χώρες αλλά άφησε σχεδόν ανεπηρέαστη τη Λ., στην οποία είχε διαδοθεί το μπαρόκ, αλλά επεξεργασμένο κατά τρόπο αυτόνομο, έτσι που δίκαια ονομάστηκε μπαρόκ της Ρίγα (16ος αι.).
Μετά την προσάρτηση της χώρας από τη Ρωσία, τον 18ο αι., χτίστηκαν μέγαρα βασισμένα σε σχέδια του Pαστρέλι και στα τέλη του αιώνα επιβλήθηκε ο κλασικισμός. Ήδη από τα τέλη του 18ου αι. άρχισαν να εμφανίζονται Λετονοί καλλιτέχνες, αλλά μόλις στο β' μισό του 19ου αι. διαμορφώθηκε μία λετονική καλλιτεχνική σχολή, με τους προσωπογράφους Ο. Mπέρτινς, Γ. Φέντερς, Γ. Pόζε και τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη της γενιάς, Κ. Xουνς. Η περίοδος 1860-70 ήταν η εποχή δράσης του αρχιτέκτονα Mαουμάνις (1834-1891), που ακολούθησε τις αρχές του νεοκλασικισμού. Στις αρχές του 19ου αι., ξεχώρισαν επίσης οι γλύπτες Γ. Σκίλτερς και Τ. Zαλκάνς.
Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ενεργό μέρος στη δημιουργία του σοβιετικού πολιτικού μανιφέστου πήραν ο Α. Άπσιτις και ο Γ. Kλούτσις. Μερικοί από τους Λετονούς καλλιτέχνες παρέμειναν πιστοί στις αρχές του ρεαλισμού, ακόμα και κατά την περίοδο της αστικής παλινόρθωσης (1918-40), οπότε ιδρύθηκε η Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Ρίγα (1919). Μετά την επάνοδο της Λ. στη Ρωσία (1940) σημειώθηκαν μεγάλες μεταβολές ακόμα και στην καλλιτεχνική ζωή, με τη διαδικασία της αφομοίωσης της μεθόδου του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και της αναζωογόνησης των παραδόσεων του παρελθόντος.Οι πρώτες μουσικές εκδηλώσεις στη Λ. ανάγονται σε λειτουργικές τελετές, οι οποίες αντανακλούσαν τις δραστηριότητες της αγροτικής ζωής και τα πιο σημαντικά συμβάντα του ανθρώπινου κύκλου: τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο. Τέτοιες τελετές, συνδεόμενες με τον κύκλο των εποχών, μεταβιβάστηκαν από αρχαιότατα έθιμα που γενικά είχαν σκοπό να εξάρουν, με τραγούδια και χορούς, τις ζωτικές δυνάμεις του ανθρώπου και της φύσης. Επηρεασμένη κατόπιν, με το πέρασμα του χρόνου, από τον ρωσικό και τον γερμανικό πνευματικό πολιτισμό, η λετονική μουσική εμπειρία προβλήθηκε, προς τα τέλη του 19ου αι., με τάσεις εθνικής αυτονομίας, με τα φεστιβάλ τραγουδιού της Ρίγα που επεδίωκαν να ξαναζωντανέψουν τις πιο απομακρυσμένες αναμνήσεις μουσικών αγώνων της ειδωλολατρικής περιόδου. Μόνο μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ανέβηκε στη Ρίγα η πρώτη λετονική όπερα, με τίτλο Μπανούτα (1920), του Άλφρεντς Κάλνινς, ο οποίος συνέχιζε τις πιο παλιές παραδόσεις του βαλτικού φολκλόρ. Κατόπιν, στη λετονική μουσική εκδηλώθηκε μάλλον μια αγωνία κοσμοπολιτισμού, συνδεόμενου μερικές φορές με τη βαγκνερική επίδραση, όπως στα έργα του Γιάζεπς Μέντινς (1877-1947), ή επίκλησης ενός εξωτικού παραμυθένιου κλίματος, όπως στη δημιουργία του Γιάνις Μέντινς, ή, τέλος, τάσης προς μια νεωτερίζουσα έκφραση, όπως στη μουσική του Γιάνις Κάλνινς, συνθέτη των μελοδραμάτων Άμλετ, Το μοιραίο πουλάκι της Λολίτας και Στη φωτιά. Οι ιστορικοπολιτικές μεταβολές μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο επέτρεψαν την επιστροφή στις εθνικές παραδόσεις, που αξιοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, από τον συνθέτη Μάργκερς Ζάρινς με την όπερα Ο πράσινος μύλος, που παρουσιάστηκε το 1958.Σύμφωνα με το Αρχείο Ομογενειακών Οργανώσεων, στη Λ. ζουν περίπου 10.000 απόδημοι Έλληνες.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Λετονίας Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Λετονίας (1944-91) Έκταση: 64.589 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.366.515 (2002) Πρωτεύουσα: Ρίγα (764.328 κάτ. το 2000)
Η Λετονία, όπως και οι άλλες βαλτικές χώρες, αποτελείται από πεδινές εκτάσεις με απαλούς μορενικούς σχηματισμούς και πολυάριθμες λίμνες, που μαρτυρούν την έντονη διαβρωτική ενέργεια των παγετώνων της τεταρτογενούς περιόδου.
Χαρτονόμισμα των 10 λετονικών λατ, που εκδόθηκε το 2000.
Η πρωτεύουσα της Λετονίας, Ρίγα, ιδρύθηκε το 1201.
Μερικά κτίρια της Ρίγα, πρωτεύουσας της Λετονίας, κατά μήκος του ποταμού Νταουγκάβα, που εδώ διευρύνεται σε ποταμόκολπο στον ομώνυμο κόλπο.
Κάστρο στη Ρίγα της Λετονίας (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Γκούντις Ουλμάνις διετέλεσε πρόεδρος της Λετονίας από το 1993 έως το 1999 (φωτ. ΑΠΕ).
Η Βάιρα Βίκα Φραϊμπέργκα εξελέγη πρόεδρος της Λετονίας από τη βουλή της χώρας τον Ιούλιο του 1993· είναι η πρώτη γυναίκα αρχηγός κράτους σε δημοκρατία πρώην σοσιαλιστικού καθεστώτος της ανατολικής Ευρώπης (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από την τελετή υπογραφής προσχώρησης της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μαζί με τα υπόλοιπα 9 νέα κράτη-μέλη), που πραγματοποιήθηκε στις 16 Απριλίου, κατά τη διάρκεια των εργασιών της άτυπης συνόδου κορυφής στην Αθήνα. Στη φωτογραφία, η Λετονή πρόεδρος Βάιρα Βίκα Φραϊμπέργκα και ο πρωθυπουργός της χώρας Άιναρς Ρέψε (φωτ. ΑΠΕ).
Το Εθνικό Θέατρο της Λετονίας στη Ρίγα.
Στιγμιότυπο από την υπογραφή προσχώρησης της Λετονίας τον Φεβρουάριο του 1995 στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως 34ο μέλος του οργανισμού (φωτ. ΑΠΕ).
Εκθέματα του Ιστορικού και Ναυτικού Μουσείου στη Ρίγα της Λετονίας (φωτ. ΑΠΕ).
Αντιπυρηνική διαδήλωση στη Ρίγα (1995).
Dictionary of Greek. 2013.